- παχύδενδρος
- πᾰχύ-δενδρος, ον,A thick with trees,
ἄλση Him.Or.23.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄλση Him.Or.23.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύδενδρος — ον, Α αυτός που έχει πυκνή συστάδα δέντρων ή αυτός που έχει χοντρά δέντρα («παχυδένδροις ἄλσεσιν», Ιμέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παχυ * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. καλλί δενδρος] … Dictionary of Greek
παχυδένδροις — παχύδενδρος thick with trees masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek